- εΰρρην
- ἐΰρρην, -ηνος, ὁ (Α)αυτός που έχει άφθονα και καλά πρόβατα.[ΕΤΥΜΟΛ. < ευ + ρην «πρόβατο»].
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
εΰρρηνος — ἐΰρρηνος, ον (Α) 1. ὁ ἐΰρρην* 2. αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στο καλό πρόβατο («ἐϋρρήνου ἀπὸ κόρσης». [ΕΤΥΜΟΛ. < ευ + ρηνος (< ρην «πρόβατο»), πρβλ. πολύ ρρηνος] … Dictionary of Greek